Κατηγορία: Λ

Λόγγος:

Τόπος με θαμνώδη βλάστηση και μικρά δέντρα.

Στον λόγγο ιέχνε τς’ φωλιέτ’ς οι αλπές.

Λιμασμένος:

Λαίμαργος.

Τά’ φαϊ ούλα του λιμασμένου, δεν άφκι τίποτας για μας.

Λούρα:

Βέργα.

Αϊτι κι πιάσου τη λούρα κιαρατά θα σι κάνου μαύρον απ’ του ξύλου.

Λάκα:

Εδαφικό ίσιωμα.

Πήρα τη λάκα κι σιγά σιγά ιέφτασα.

 

Λαγγεύω:

Λαχταράω.

Δε λαγγεύ’ς για να βγείς σα όξου, απ’ καθέσαι ουόλ’ την νμιέρα μες’ στου σπίτ’ να σι ιδεί λιγάκ’ ου ηλάκος;

Λ’θάρ’:

Λιθάρι.

Κι έτ’ς άπ’ λές! μί λ΄θάρ’ τού σκότουσι τού σκλί.

Λιούλα:

Υποκοριστικό του καρπού της ελιάς.

Εφαγαμι λίγις λιούλες κι είμαστι καλά, χόρτασαμι.

Λαμπάδα:

Η λαμπάδα αλλά και η υπερβολική ζέστη.

Ιέσκασαμι τι λαμπάδα είνι αυτήν;

Λαλάς:

Χαζός.

Πού παϊέν’ς μές τη ζιέστα σα του λαλά;.

Λαβατώνω:

Τρομάζω.

Μι λαβάτουσις ρε χαμιένου, νόμσα ουότ’ μπήκι κλέφτ’ς στού σπίτ’.

error: Content is protected !!